-
1 ἀνατρέχω
A- δραμοῦμαι Luc.Ind.4
, poet. [ per.] 3sg.- δράμεται AP9.575
(Phil.): [tense] aor. - έδραμον (v. infr.); [tense] aor. subj. [voice] Med.ἀναδράμηται Hp.Ep.19
( Hermes 53.69):—run back,ὁ μὲν αὖθις ἀνέδραμε Il.16.813
, cf. 11.354;ἀνά τ' ἔδραμ' ὀπίσσω 5.599
; return, of the sea, Plu.2.915a;εἰς τὰς ἐξ ἀρχῆς τάξεις Plb.2.67.6
;εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Plu.Pel.31
;εἰς τὴν προϋπάρχουσαν φιλίαν D.S.20.59
; of property, revert,ἐπί τινα Just.Nov.7.4
; in writing, recur to a point,ἐπί τι Plb.5.40.4
: abs.,ἀ. τοῖς χρόνοις 1.12.6
,al.2 c. acc., retrace, traverse,κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ Pi.O.8.54
, cf. Semon.10; undo,ἁμαρτιαν Men.15D.
;ἀ. τὴν τῆς φύσεως ἐλάττωσιν
make amends for,Plu.
2.2c, cf. Luc.Ind. 4.3 revert, ἐπὶ τοὺς λόγους, τὴν ὕλην, Plot.5.8.1; return to source, of light,4.5.7; run back to (logically),ἐπὶ τὴν κοινοτάτην αἰτίαν Phld. D.1.16
, cf. Plot.6.1.30.4 have recourse to,ἐπὶ.. Luc.Abd.11
, al., Eun.Hist.p.251 D.II jump up and run, start up, of men,ἀναδραμὼν ἔθεε Hdt.3.36
; ἐκ τῆς κοίτης, ἐκ τοῦ θρόνου, Id.7.15, 212;πρὸς τὰ μετέωρα Th.3.89
, cf. X.HG4.4.4.2 of things, ἐγκεφαλος δὲ.. ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς the brains spurted up from the wound, Il.17.297; σμώδιγγες.. ἀνέδραμον weals started up under the blow, 23.717; slip up, Gal.18(1).829; run or spread over,τὸ πάθος ἀ. ἐπὶ τὴν χεῖρα Plu. 2.978c
;ἔρευθος ἀ. Call.Lav.Pall.27
.3 run up, shoot up, of plants,ὁ δ' ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος Il.18.56
, cf. Hdt.8.55: hence, of cities and peoples, shoot up, rise quickly,ἀνά τ' ἔδραμον καὶ εὐθενήθησαν Hdt.1.66
, cf. 7.156;ἀ. εἰς ἀξίωμα Plu.Publ.21
; ἀ. τοῖς βίοις, ταῖς ἐλπίσι, D.S.5.12, 18.20;ἀ. ἡ πολυτέλεια
increased,Plu.
Mar.34.4 λίσση δ' ἀναδέδρομε πέτρη the rock ran sheer up, Od.5.412.5 metaph., soar aloft, of digression to a nobler theme,ἀνέδραμε πρὸς τὴν ἐν οὐρανῷ λύραν Anon. in SE40.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνατρέχω
-
2 ἀνα-τρέχω
ἀνα-τρέχω (s. τρέχω), fut. ἀναδράμομαι Phil. Thess. 24 (IX, 575), 1) zurücklaufen, sich eilig zurückziehen, ἀνά τ' ἔδραμ' ὀπίσσω Il. 5, 599; ὦκ' ἀπέλεϑρον ἀνέδραμε 11, 354; αὖτις 16, 813; öfter Pol., bes. von Schiffern, 1, 50; ἀναδραμεῖν τοῖς χρόνοις, zurückgehen und weiter ausholen, 1, 12; öfter auch ἐπί τι, 5, 40; εἰς τἡν αὑτοῦ φύσιν, in seine gewöhnliche Natur zurückverfallen, Plut. Pelop. 31. Dah. in seiner Meinung zurückgehen, dieselbe ändern, u. so ἀνατρέχουσι καὶ διορϑοῦνται σφᾶς αὐτούς Pol. 26, 3, vgl. 2, 13; τὴν τῆς φύσεως ἐλάττωσιν, den Mangel der Natur verbessern, Plut.; vgl. Luc. adv. Ind. 4; aus Men. = ἀναλύειν, Suid., Zon. – 2) in die Höhe laufen, aufspringen, Her. 7, 218 und öfter; πρὸς τὰ μετέωρα Thuc. 3, 89; Xen. Hell. 4, 4, 4; von leblosen Dingen, ἀναδέδρομε πέτρη, ein Felsen steigt empor, Od. 5, 412. 10, 4; ἐγκέ. φαλος ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς, das Gehirn spritzte aus der Wunde, Il. 17, 297; σμώδιγγες, es liefen Schwielen auf, 23, 717; aufwachsen, ὁ δ' ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος Il. 18, 56. 437; Her. 1, 66. 7, 156; ἐκ ῥίζης ἀναδέδρομεν Ant. Sid. 18 (VI, 115); ὀμίχλη, νέφος, Mus. 232; Plut. Arat. 21. Uebertr., ἀναδραμεῖν εἰς ἀξίωμα, zu Ansehen emporsteigen, Plut. Popl. 21. – 3) durchlaufen, κῦδος ὕμνῳ, besingen, Pind. Ol. 8, 54.
-
3 επαναχωρεω
1) отступать, возвращаться(ἐς τὰς Θήβας Her.; ἐς τὸ τεῖχος, πρὸς τὰ μετέωρα Thuc.; ἐπὴ τὰ πρῶτα λεχθέντα Plat.)
2) уходить, удаляться Arph.3) относить, приписывать(τὸ συμφέρον τινὸς εἰς θεούς Plut.)
-
4 ἐπαναχωρέω
A retreat, return, Charon Fr.2, Ar.Lys. 461, Th.6.49;δεῦρο Pherecr.59
;ἐς τὰς Θήβας Hdt.9.13
;ἐς τὸ τεῖχος Th.1.63
, cf. 3.96;πρὸς τὰ μετέωρα Id.4.44
;ἐπὶ τὰ πρῶτα λεχθέντα Pl.Lg. 781e
;εἰς θεοὺς ἐ. τῆς τῶν πράξεων ἀρχῆς
return from..,Plu.
2.580a;ἐ. τῶν πραγμάτων
withdraw from,PLond.
5.1727.16 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαναχωρέω
-
5 μετ-έωρος
μετ-έωρος, in die Höhe gehoben, in der Luft schwebend, hoch über der Erde; im Ggstz von ὑπόγαια, οἰκήματα, Her. 2, 148; ναῦς μετεώρους, Schiffe auf der hohen See, Thuc. 1, 48. 5, 26 u. öfter, wie Folgende; auch von Menschen, die sich auf dem Meere befinden, 7, 71; übh. hochgelegen, τῶν χωρίων τὰ μετεωρότατα, Thuc. 4, 32. 128, wie τὰ μετέωρα Pol. 5, 13, 3; εἰςπηδήσαντες εἰς τὸν πηλὸν μετεώρους ἐξεκόμισαν τὰς ἁμάξας, Xen. An. 1, 5, 8, sie hoben die Wagen in die Höhe u. schafften sie heraus; vgl. Plat. ὅσα ἀφεϑέντα μετέωρα καὶ ὅσα ἐπὶ γῆς φέρεται, Tim. 80 a; τὰ μετέωρα καὶ τὰ ὑπὸ γῆς, Apol. 23 d; u. so bes. von Himmelserscheinungen u. Himmelskörpern, Lufterscheinungen und Witterungswechsel u. vgl., ἐφαίνοντο περὶ φύσεως τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν, Prot. 315 c, μετεώρων φροντιστής, Xen. Conv. 6, 6; vgl. Plat. Apol. 18 b; was leicht in dem Sinne der großen Menge ein Vorwurf wird, der sich mit seinen Gedanken hoch versteigt, sich mit nichtigen Dingen abgiebt. – Was oben in der Luft schwebt, ist leicht, κοῦφα τε καὶ μετέωρα, Tim. Locr. 104 e. Dah. übtr., leichtsinnig, unbeständig, Sp.; auch unstät, schwankend, nicht fest, wie Thuc. καὶ μὴ μετεώρῳ τε πόλει κινδυνεύειν καὶ ἀρχῆς ἄλλης ὀρέγεσϑαι πρὶν ἣν ἔχομεν βεβαιωσώμεϑα, 6, 10; τὰ ἐν μετεώροις ἀμφισβητήσεσι κείμενα neben ἐπίδικα, S. Emp. adv. math. 28; dah. μετέωρος ταῖς διανοίαις, von unzuverlässiger Gesinnung, Pol. 3, 107, 6 u. öfter, ängstlich schwankend. – Häufig von der Seele, durch Hoffnung od. Furcht, Freude, Stolz u. vgl. gehoben, gespannt, ἡ ἄλλη Ἑλλὰς πᾶσα μετέωρος ἦν, Thuc. 2, 8; häufig bei Pol., μετέωρος ἐγενήϑη ταῖς ἐλπίσι, 30, 1, 4, μετ. καὶ ϑυμοῦ πλήρης, 3, 82, 2. – Pol. vrbdt auch μετ. πρός τι, ἐπί τι, leicht zu Etwas geneigt, εἰς τὴν ϑέαν, begierig zu sehen, 30, 15, 27. 13, 2, 1. 3, 78, 5; auch c. inf., 5, 42, 9; stolz, Rufin. 32. 38 (V, 21. 28). Dem σεμνὴ entsprechend, Luc. Nigr. 1, 18 u. öfter. – Μετεώρως ἔχειν, schwankend sein, Plut. Cim. 13.
-
6 συμβόλαιον
II in Law, contract, covenant, bond, in acknowledgement of a loan (v.συμβάλλω 1.6
), συμβολαίου λαχεῖν (sc. δίκην ) obtain leave to bring an action for enforcing a contract, Lys.17.3;οὐ τὸ παράπαν σ. ἐξαρνοῦνται μὴ γενέσθαι D.34.3
; συμβολαίου οὐκ ὄντος.. οὔτε ναυτικοῦ οὔτε ἐγγείου no bond with security either on bottomry or on land, Id.33.3, cf. SIG742.50 (Ephesus, i B.C.); ἀπώλλυτο καὶ τῷ πατρὶ τὸ ς. his loan would have been lost, D.49.2; ποιεῖσθαι τὸ ς. Arist.Rh.Al. 1431a17, etc.; of a receipt, BGU 1047 ii 3: mostly in pl., τὰ πρὸς ἀλλήλους ς. Pl.Plt. 295a;σ. ἃ πρὸς ἀλλήλους συμβάλλουσιν Id.R. 425c
;ἀνδρὶ.. συμμείξαντι σ. μετρίως Id.Lg. 958c
; τὰ Ἀθήναζε καὶ τὰ Ἀθήνηθεν ς. bonds for money lent on freights to and from Athens, D.32.1;τὰ σ. διαλύειν Arist. Pol. 127a10
, cf. IG12.16.7, 116.18, al.;τὰ σ. καὶ τὰ ἄλλα νομίσματα Phld.Rh.1.233
S.; δικαστήριον τὸ διαλῦσον τὰ μετέωρα ς. pending suits for enforcing contracts, Supp.Epigr.1.363.9, al. (Samos, iii B.C.), cf. SIG344.24 (Teos, iv B.C.); , cf. Arist.Pol. 1275b9; ἀντίδικος ἐκ συμβολαίων the opposite party in such a suit, Is.5.33; συμβόλαια ἀποστερεῖν fail in payment of money lent on such bond, Isoc.12.243, D.32.7; πράξεις συμβολαίων exaction of such moneys, And.1.88; μικρῶν ἕνεκα ς. for paltry sums so lent, Lys.12.98: more generally, τὰ τοῦ καθ' ἡμέραν βίου ς., i.e. the engagements of life, common civil rights, D.18.210; τὰ περὶ τὴν ἀγορὰν ς. Arist.Pol. 1300b12; ἀναγραφὴ τῶν ς. Thphr.Fr.97.2;ἐὰν μή τις ἄγῃ πρὸς ἴδιον σ. ἐγκαλῶν τι αὐτῷ SIG494.8
(Delph., iii B.C.).2 generally, engagement, E. Ion 411; τὰ ἄλλα ς. other transactions (than wills), Is.4.12, cf. Isoc.20.16, Pl.Lg. 913a; of the relation between ward and guardian, ib. 922a; τὰ ἑκούσια ς. Id.R. 556b, Arist. EN 1164b13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβόλαιον
-
7 πρᾶγμα
πρᾶγμα, ατος, τό, [dialect] Ion. [full] πρῆχμα Schwyzer 688 B16, C5 (Chios, v B. C.), GDI5598.4 ([place name] Ephesus); also [full] πρῆγμα Hdt.5.33, al., but Hdt. perh. wrote [full] πρῆχμα, which is v. l. in 1.133 ap.Ath.4.144a (cod. A), and in 3.49,57 (POxy.1619.326, 379); cf. πρήχματος οὐχ ὁσίου imitated from Hdt. in Epigr.Gr.1092 ([place name] Erechtheum): ([etym.] πράσσω):—A deed, act, the concrete of πρᾶξις, but freq. approaching to the abstract sense, Thgn.116, al.; opp. λόγοι, D.2.12, etc.;πραγμάτων ὀρθὰν ὁδόν Pi.O. 7.46
; γυναίου π. ἐποίει did the act of a woman, D.25.57, cf. 18.24, etc.II occurrence, matter, affair,πᾶσαν τελευτὰν πράγματος Pi.O. 13.75
, cf. P.4.278;τί τοῦδε σοὶ μέτεστι π. λέγε A.Eu. 575
, cf. 584;π. τοιόνδε συνηνείχθη γενέσθαι Hdt.5.33
, cf. 9.92, Th.2.64;ἐς μέσον σφι προετίθεε τὸ π. Hdt.1.206
;τί δ' εἰδὼς τοῦδε π. πέρι; S.Aj. 747
codd.;τὸ π. εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη D.21.111
; ὁρᾶτε τὸ π., οἷ προελήλυθε κτλ., Id.4.9, cf. 8.7.2 thing, concrete reality,ἆρ' ἔστιν αὔλησίς τι π.; Epich.171.1
; opp. ὄνομα, Pl.Cra. 391b, 436a, And.4.27;δύο π... τοιάδε, οἷον Κρατύλος καὶ Κρατύλου εἰκών Pl.Cra. 432b
; ὡς ἀργαλέον π. ἐστίν c. inf., Ar.Pl.1;οὐδὲ π. οὐθέν ἐστι παρὰ τὰ μεγέθη.. τὰ αἰσθητὰ κεχωρισμένον Arist. de An. 432a3
, cf. Mete. 379a32, Ph. 226b30, 227b28;διαμάχονται περὶ τοῦ λευκὸν ἢ μὴ λευκὸν εἶναι τὸ π. Plu.2.1109d
, cf. 1112d;ἐξ ἀζωΐας καὶ ζωῆς συγκείμενον π. Porph.Sent.21
: pl.,τῶν π. ἀΐδιος ἔσσα Philol.6
, cf. Democr.164, Arist.Xen. 974a25, Pol. 1252a24;τὰ μετέωρα π. Ar.Nu. 228
, cf. 250, 741; opp. ὀνόματα, Pl.Cra. 39oe, D.9.15.b contemptuously, thing, creature, κακῷ πράγματι wretched creature, viz. the sophist, Pl.Prt. 312c; τούτῳ τῷ π., viz. the demos, Id.Grg. 520b;ὁ δῆμος ἀσταθμητότατον π. D.19.136
; ἄμαχον π., of a woman, X. Cyr.6.1.36.3 like πρᾶξις 1.2,ὄφελος 1
, in Hdt., πρῆγμά ἐστι or ἐστί μοι, c. inf., it is advantageous for me,εὕρισκε π. οἱ εἶναι ἐλαύνειν 1.79
, cf. 4.11: with a neg.,εὕρισκέ οἱ οὐ π. εἶναι στρατεύεσθαι Id.7.12
: also c. acc. et inf., οὐδὲν ἂν εἴη π. γνώμας ἐμὲ σοὶ ἀποφαίνεσθαι there will be no advantage or need, Id.1.207; π. ἂν ἦν μοῦνον the only thing needful, Id.7.130.4 thing of consequence or importance, π. ποιήσασθαι [τι] ib. 150;π. οὐδὲν ἐποιήσαντο Id.6.63
; οὐδὲν π., ὦ Σώκρατες no matter, S., Pl.Grg. 447b, cf. E.Med. 451;ὡς.. οὐδὲν ὂν π., εἰ καὶ ἀποθάνοι Pl.Euthphr.4d
; δῆλον ἦν ὅτι π. τι εἴη that there was something the matter, X.An.4.1.17.b π. ἐστί μοι it concerns me, σφίσι τε καὶ Ἀθηναίοισι εἶναι οὐδὲν π. they had nothing to do with the A., Hdt.5.84, cf. D.18.283; ᾧ μὴ π. μὴ εἰσίναι no admittance except on business, Sammelb.6152.22 (i B. C.): c. gen. rei, οἷς μηδὲν ἦν π. τοῦ πολέμου who were not concerned in the war, Plu.Pomp.65; τὸ σὸν τί ἐστι π.; what is your pursuit or business, what are you about? Pl. Ap. 20c, cf. Alc.1.104d.c μέγα π. a man of consequence, D.35.15;τὸ μέγα π. ἐν τῇ πόλει Men.Sam. 175
; ἦν μέγιστον π. Δημοκήδης παρὰ βασιλέϊ he was made much of by the king, Hdt.3.132; π. μέγα φρέατος a fine large tank, Alex.179.5 used of a battle, action, affair,ὡς οἱ σωθέντες ἐκ τοῦ π. ἀπέφυγον X.HG7.1.17
.7 fact, opp. λόγος, ὄνομα, Arist. Top. 146a3, SE 175a8;πρὸς τὸ π. καὶ τὴν ἀλήθειαν Id.Ph. 263a17
: pl.,οὐκ ἐχρῆν τῶν π. τὴν γλῶσσαν ἰσχύειν πλέον E.Hec. 1188
.8 matter in hand, question, Hp.Acut.39;πρὸς τὸ π. Pl.Men. 87a
, Arist.APr. 70a32, D.54.26;διαιρεῖν κατὰ τὸ π. Arist. Pol. 1299b18
; ἔξω τοῦ π., v. ἔξω 1.2b.III in pl., πράγματα,1 circumstances, affairs,τὰ ἀνθρωπήϊα π. Hdt.1.207
;ἐν εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς π. Th.3.82
, cf. 1.89; τοῖς π. τέθνηκα τοῖς δ' ἔργοισιν οὔ by circumstances, not by acts, E.Hel. 286;ἐν τοιούτοις π. X.Mem.2.7.2
, An.2.1.16, etc.;δεινὸς πράγμασι χρῆσθαι D.1.3
, cf. X.HG3.5.1;τύχη τὰ θνητῶν πράγματ', οὐκ εὐβουλία Chaerem.2
; ἀποτυγχάνειν τῶν π. fail to prosper, X.Mem.4.2.28; the condition of a patient,τὰ τῶν νοσεύντων π. Hp.Prog.1
(also in sg.,ἐξαπίνης ὅλῳ τῷ π. μεταβάλλειν Id.Acut. 35
; so also poet.,ποῦ ποτ' εἰμὶ πράγματος; S.Tr. 375
, cf.Aj. 314).2 state-affairs,τὰ πολιτικὰ π. Pl.Ap. 31d
; ἔστ' ἐν ἡμῖν τῆς πόλεως τὰ π. the fortunes of the state, Ar.Lys.32; a state or empire, τὰ Περσικὰ π. the Persian power, Hdt.3.137;τὰ Περσέων π. Id.7.50
, etc.;διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν π. A.Pers. 714
;ἐν ταῖς ναυσὶ τῶν Ἑλλήνων τὰ π. ἐγένετο Th.1.74
;μὴ ὥσπερ θεῷ νομίζετ' ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι π. ἀθάνατα D.4.8
, cf. 44, etc.;παρασπάσασθαί τι τῶν ὅλων π. Id.1.3
; of government,καταλαμβάνειν τὰ π. Hdt.6.39
, cf. Th.3.30 ([voice] Pass.); ἔχειν τὰ π. ib.62,72, cf. Hdt.6.83;κατέχειν τὰ π. Th.4.2
;ἐς μέσον Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ π. Hdt.3.80
; οἱ ἐν τοῖς π. those who are in power or office, Th.3.28, D.9.56, Arist.Pol. 1307b10;οἱ ἐπὶ τοῖς π. ὄντες D.9.2
;οἱ ἐπὶ τῶν π. Id.18.247
, cf. Plb.3.69.4, LXX 1 Ma.3.32; [full] ἐντυραννίδι καὶ πλούτῳ καὶ πράγμασι Plu.2.150c
; τριῶν ἀνδρῶν δημοσίων π. ἀποκαταστάσεως, = Lat. triumvir reipublicae constituendae, Sammelb. 4224.2 (i B. C.);κοινωνοὶ τῶν π. X.HG2.3.17
;νεώτερα π.
innovations,Lys.
13.6, Isoc.7.59, etc., cf. Hdt.5.19; but εὐνούστατος τοῖς π. a friend to things as they are, Lys.12.65.3 fortunes, cause, circumstances, Hdt.7.236, 237;κοινὰ π. E.IT 1062
;τέρας γὰρ ὁ βίος καὶ τὰ π. ἐστί μου Id.Hel. 260
;ἔρρει τἀμὰ π. X.Smp.1.15
, cf. E.Alc. 280: τὰ π. alone, one's all, one's fortunes,ἐν ᾧπέρ ἐστι πάντα μοι τὰ π. Ar.Ach. 474
; = κτήματα, Hp. ( Lex5?) ap.Erot.: in sg.,φαῦλον γὰρ ἂν εἴη τὸ ἐμὸν π. Pl.Hp.Ma. 286e
, cf. Cri. 53d, Ap. 42a.4 business, esp. lawbusiness, , Th.1.128;οὔτε ἐμαυτοῦ οὔτε ἀλλότρια π. πράξας Lys.12.3
; ;πράγματα κἀντιγραφάς Id.Nu. 471
: metaph. in sg., πονηρὸν τὸ π. ἔχειν to have a bad case, Arist.Rh. 1415b22.5 in bad sense, trouble, annoyance,ἁπάντων αἰτίους τῶν π. Ar.Ach. 310
; πρήγματα ἔχειν, c. part., to have trouble about a thing, Hdt.7.147, cf. Pl.Tht. 174b, etc.;π. ἔχειν ἐν τῷ δείπνῳ X.Cyr.1.3.4
, etc.;π. λαμβάνειν Id.Lac.2.9
; π. παρέχειν τινί to cause one trouble, Hdt.1.155, Ar.Pl.20, al.: c. inf., cause one the trouble of doing, Pl.Phd. 115a, X.Cyr.4.5.46, Ar.V. 313;πραγμάτων.. ἀπαλλαγείς Id.Ach. 269
(lyr.), cf. Pl.Ap. 41d, R. 406e; ἄνευ πραγμάτων, σὺν πράγμασι, D.1.20, X.An.6.3.6: less freq.in sg.,μηδὲν πρῆγμα παρέχειν Hdt.7.239
. -
8 ἐγγυάω
A , D.29.47, etc.: [tense] pf.ἠγγύηκα D.C.38.9
: [tense] plpf.ἠγγύηκει Is.3.58
:—[voice] Med., [tense] fut. - ήσομαι D.24.46: [tense] aor.ἠγγυησάμην And. 1.44
,73, D.22.53:—[voice] Pass., [tense] aor. ἠγγυήθην (ἐξ-, κατ-) Lys.23.11, D.59.49: [tense] pf. ἠγγύημαι (δι-) Th.3.70:—also treated as a compd.,ἐνεγυησάμεθα PEleph. 27.9
(iii B. C.), and freq. in codd.: [tense] impf.ἐνεγύων Is.3.45
, D.41.16;ἐνεγύησα Is.3.36
,70: [tense] pf. ἐγγεγύηκα ib.40, D. 59.53: [tense] impf. [voice] Pass.ἐνεγυᾶτο Is.3.70
: [tense] pf.ἐγγεγύημαι D.33.24
, POxy. 259.7 (i A.D.): [tense] plpf.ἐνεγεγύητο Is.3.55
: but these forms are incorrect: ([etym.] ἐγγύη):— give or hand over as a pledge:—[voice] Med., have a thing pledged to one, accept as a surety, (nowhere else in Hom.).2 esp. of a father, plight, betroth,θυγατέρα ἐγγυᾶν τινι Hdt.6.57
(v. infr.); Ζεὺς ἠγγύησε καὶ δίδως' E.IA 703:—[voice] Med., have a woman plighted or betrothed toone, c. acc., D.57.41:—[voice] Act. and [voice] Med. opposed, Hdt.6.130:—[voice] Pass., of the man, to be betrothed,θυγατρί τινος Pl.Lg. 923d
.II [voice] Med., pledge oneself, give security,ἐγγύας ἐγγυησάμενοι πρὸς τὸ δημόσιον And.1.73
, cf. Pl.Lg. 953e;ἐπί τισι Lys.23.9
;ἐ. τινὶ ὅτι.. Pl.Euthd. 274b
.2 c. acc. et inf. [tense] fut., promise or engage that.., Pi.O.11(10).16, Ar.Pl. 1202, X.An.7.4.13, Pl.Prt. 336d, etc.;ἐγγυᾶσθαί [τινα] καὶ ὁμολογεῖν παρέξειν Lys.13.23
;ἐγγυωμένη δώσειν Babr.58.10
.3 c.acc. rei, answer for,ἐγγυᾶσθαι τὰ μέλλοντ' ἔσεσθαι D.18.191
: c.acc. pers., Pl.Lg. 855b; ἐγγυᾶσθαί τινά τινι give surety for him to another, D.33.28;ἐγγύην ἐγγυᾶσθαί τινα πρός τινα Pl.Phd. 115d
; ἐ. τὰ μετέωρα give guarantees without security, SIG364.46 (Ephesus, iii B.C.). -
9 μετεωρος
эп. μετήορος 21) высоко поднимающийся, высокий(τάφος Her.; τῆς πόλεως μέρος Plut.; αἱ χελιδόνες πέτονται μετέωροι Arst.)
2) поднятый вверх, приподнятый(σκέλεα Her.)
ἔχειν τι μετέωρον Her. — держать что-л. высоко;βλέπων μ. Plat. — глядящий сверху (вниз);μετεώρους ἐχκομίζειν τὰς ἁμάξας Xen. — вытаскивать руками (досл. приподнятые) повозки;ἀνακινεῖν τινα μετέωρον Her. — подбрасывать кого-л. вверх3) верхний, наземный(οἰκήματα Her.)
4) выступающий, выдающийся вперед, выпуклый(ὄμματα Xen.)
5) небесный, т.е. астрономический или метеорологический(πράγματα Arph.) (см. тж. μετέωρα)
6) находящийся в открытом море(ναῦς Thuc.)
μετέωροι ἑάλωσαν Thuc. — они были взяты в плен в открытом море7) высоко несущий голову, с гордой осанкой(ἵππος Xen.)
8) возбужденный, взволнованный, настороженный(Ἑλλὰς πᾶσα μ. ἦν Thuc.; μ. καὴ τεταραγμένος Plut.)
9) непрочный, ненадежный, шаткий(πόλις Thuc.; τὰ τῆς τύχης κινήματα Isocr.)
μ. ταῖς διανοίαις Polyb. — с неустойчивым образом мыслей;τὰ ἐν μετεώροις ἀμφισβητήσεσι κείμενα Sext. — спорные и нерешенные вопросы10) падкий, пылкий, жаждущий, жадный, весьма склонный(πρός, ἐπί и εἴς τι Polyb.)
11) гордый, надменный Anth. -
10 πραγμα
ион. πρῆγμα - ατος τό1) дело, действиеεἶναι ἐπὴ τοῖς πράγμασι Dem. — усердно заниматься делами2) занятие, профессия(γυναῖον π. Dem.)
τὸ σὸν τί ἐστι τὸ π. ; Plat. — чем ты занимаешься?3) событие, происшествиеτοῦ τὸν πατέρα κατέλαβε π. τοιόνδε Her. — с его отцом случилось вот что;
τὰ μετέωρα πράγματα Arph. — небесные явления;δῆλον ἦν, ὅτι π. τι εἴη Xen. — было ясно, что что-то творится4) предмет, вещьταὐτόν ἐστι τὸ κατὰ τὸν λόγον ἀποδοθὲν τῷ πράγματι Arst. — данное в определении совпадает с (самим) предметом;
ἐξ ἀρχῆς τὰ πράγματα φυόμενα Arst. — происхождение природы, возникновение вещей5) дело, отношениеσφίσι τε καὴ Ἀθηναίοις εἶναι οὐδὲν π. Her. — (эгинцы ответили), что с афинянами у них никаких дел (ничего общего) нет
6) дело, вопросσοὴ δὲ καὴ τούτοισι τοῖσι πρήγμασι τί ἐστι ; Her. — тебе-то что до этих дел?;
ἔξω τοῦ πράγματος λέγειν Isocr. — говорить не на тему7) обстоятельство, вещь(ἀργαλέον π. Arph.)
τὰ ἀνθρωπήϊα πράγματα Her. — человеческая жизнь;ἐν τούτοις ὄντες πράγμασι Xen. — находясь в этих обстоятельствах;δεινὸς πράγμασι χρῆσθαι Dem. — умеющий использовать обстоятельства;πολλάκις τὰ πράγματα οὐχ οὕτω πέφυκεν Dem. — часто обстоятельства складываются не так8) важное обстоятельство, значительная вещь, существенное условиеοὐδὲν π. Plat. — не имеет значения, неважно;
εὕρισκε π. οἱ εἶναι ἐλαύνειν ἐπὴ τὰς Σάρδις Her. — (Кир) пришел к заключению, что для него важно напасть на Сарды;οἷς μηδὲν ἦν π. τοῦ πολέμου Plut. — те, которые не интересовались войной;π. ποιήσασθαί τι Her. — придать чему-л. большое значение;οὐδὲν ἂν εἴη π. Her. — было бы совершенно незачемὁρᾶτε τὸ π. Dem. — вы (сами) видите это;
οἱ σωθέντες ἐκ τοῦ πράγματος Xen. — спасшиеся бегством от этого (нападения)10) существо, лицо, личностьτὸ ἄμαχον π. Xen. — неотразимое существо ( о женщине);
μέγιστον π. παρά τινι εἶναι Her. — быть весьма значительным (влиятельным) лицом при ком-л.11) печальное обстоятельство, несчастьеποῦ ποτ΄ εἰμὴ πράγματος ; Soph. — какое несчастье постигло меня?;
τεθνάναι τοῖς πράγμασι, τοῖς δ΄ ἔργοισι δ΄ οὔ Eur. — погибнуть в силу трагического стечения обстоятельств, а не по своей вине12) преимущ. pl. хлопоты, затруднения, тяготы, неприятности, заботы, беспокойства(πράγματα παρέχειν τινί Xen., Arph.)
πράγματα ἔχειν ἔν τινι Xen. — иметь хлопоты с чем-л.;ἄνευ πραγμάτων Xen., Dem. — без (всяких) хлопот;σὺν πράγμασι Xen. — со (многими) неприятностями;πράγματα παρέχειν τῇ χώρᾳ τινός Xen. — совершать набеги на чью-л. территорию;ζητεῖν καὴ πράγματα ἔχειν Plat. — мучительно искать13) pl. государство, державаτὰ Περσικὰ или τῶν Περσῶν πράγματα Her., Aesch. — персидское государство;
ἥ τῶν πραγμάτων σωτηρία Dem. — благо государства;τὰ ὅλα πράγματα Dem. — высшие государственные интересы14) pl. могущество, мощь, силаτὸ δυσμαχώτατον τῶν Φιλίππου πραγματων Dem. — наибольшая сила Филиппа (Македонского)15) pl. государственные дела, политическая властьοἱ ἔχοντες τὰ πράγματα и οἱ ἐν τοῖς πράγμασι Thuc., οἱ ἐπὴ τῶν πραγμάτων и οἱ ἐπὴ τοῖς πράγμασι Dem. — руководители государства;νεώτερα πράγματα Her., Xen., Lys. — политический переворот;εὐνούστατος τοῖς πράγμασι Lys. — безусловный сторонник (данного) государственного строя16) pl. козни, интригиτὰ πρός τινα πράγματα πράσσειν Thuc. — строить с чьей-л. помощью козни
-
11 μετέωρος
A raised from off the ground,τάφον ἑωυτῇ κατεσκευάσατο μ. Hdt.1.187
;σκέλεα δὲ.. κατακρέμαται μ. Id.4.72
;μ. ἐξεκόμισαν τὰς ἁμάξας X.An.1.5.8
; πῆχυς μ. an arm hanging (without support from a bandage), Hp.Fract.7; μ. αἰωρηθῆναι, of a man, Id.Art.70: freq. of anatomical structures, unsupported, Gal.2.469, al.; τὰ μ. οἰκήματα, opp. τὰ ὑπόγαια, Hdt.2.148; -ότερος.. τῶν σαύρων raised higher than.., above.., of the chamaeleon, Arist.HA 503a21; of high ground,τῶν χωρίωντὰ-ότατα Th.4.32
; ἀπὸ τοῦ μ. ib. 128, cf. D.55.29 ([comp] Comp.); χωρία νέμεσθαι -ότερα, opp. ἑλώδη, Arist.HA 596b4;τὰ -ότατα μέρη Protagorid.4
; κατὰ τὸ μ. τοῦ ποταμοῦ as one looks up the river, Paus.8.30.2.2 on the surface,ἀπὸ τοῦ -οτάτου IG22.1668.8
: hence, prominent, of eyes, X.Cyn.4.1; of roots, running along the ground, opp. βαθύρριζος, Thphr.HP3.10.3, CP1.3.4, 5.9.8; ἀλγήματα μ. superficial pains, Hp.Aph.6.7;τομαί Id.Loc.Hom.13
; πνεῦμα μ. shallow, not deep, Id.Epid.3.1.ζ, Gal.7.946; - ότερον ἄσθμα more rapid breathing, Phld.Ir.p.27 W.; also μ. ὀχετοί open, surface drains, Arist.Ath.50.2, OGl483.62 (Pergam., ii B.C.).II = μετάρσιος, in mid-air, high in air,ἀνακινῆσαί τινα μ. Hdt.4.94
;ἆραί τινα μ. Ar.Eq. 1362
;μ. αἴρεσθαι Id. Pax80
; Ἀήρ, ὃς ἔχεις τὴν γῆν μ. poised on high, Id.Nu. 264;ἀφικνεῖ μ. ὑπ' αὔρας Cratin. 207
; τὰ μ. χωρία the regions of air, Ar.Av. 818, cf. 690; κρεμασθεὶς καὶ βλέπων μ. looking into mid-air, Pl.Tht. 175d; of birds,μ. ἀεὶ μένειν ἀδύνατον Arist.IA 714a21
; of fish,μ. πέτεσθαι Id.HA 535b28
; μ. νεῖν swim near the surface, ib. 602b22; τὰ μ. things in the heaven above, astronomical phenomena, Hp.VM1; οὐ γὰρ ἄν ποτε ἐξηῦρον ὀρθῶς τὰ μ. πράγματα, says Socrates, Ar.Nu. 228, cf. 1284; τὰ μ. φροντιστής, of Socrates, Pl.Ap. 18b;ἀλαζονεύεται περὶ τῶν μ. Eup.146b
;τὰ μ. καὶ τὰ ὑπὸ γῆς Pl.Ap. 23d
, cf. Epicur.Ep.1p.27U., etc.: [comp] Comp., οἶσθα -ότερόν τι τῶν θεῶν; X.Smp.6.7. Adv. -ως Philostr.VA4.21.2 on the high sea, of ships,καθορῶσι τὰς.. ναῦς μ. Th.1.48
;αἱ δὲ μ. ὥρμουν Id.4.26
;μίαν ναῦν ἀπολλύασι μ. Id.8.10
; of persons,ὅσοι μὴ μ. ἑάλωσαν Id.7.71
;μ. πλεῖν Str.2.3.4
.3 of a horse, high-stepping,πομπικῷ καὶ μ. καὶ λαμπρῷ ἵππῳ X.Eq.11.1
.4 generally, unsettled, fermenting, undigested,μ. καὶ ἄπεπτα καὶ ἄκρητα Hp.VM19
; inflated,ὑποχόνδρια Id.Aph.4.73
.III metaph., of the mind, buoyed up, in suspense,Ἑλλὰς ἅπασα μετέωρος ἦν Th.2.8
;μετεώρῳ <τῇ> πόλει κινδυνεύειν Id.6.10
;μ. ταῖς διανοίαις Plb.3.107.6
, etc.; μ. ταῖς ἐπιβολαῖς ἐπὶ πόλεμον eager for.., Id.5.101.2;πρὸς ἐλπίδας Id.5.62.1
; ἐπί τινος or τινι, Luc.Dem.Enc.28, Merc.Cond.15;μ. πορεύῃ εἰς Ἀθήνας Arr.Epict.3.24.75
, cf. Jul.Or.3.122d; haughty, puffed up, Plb.3.82.2, LXX 2 Ki.22.28;γαῦρος καὶ μ. Luc.Nigr.5
; μετέωρε 'proud one', AP5.20 (Rufin.); of style, inflated, opp. ὑψηλός (sublime), Longin.3.2: also in good sense, τὸ μ. καὶ πομπικόν (cf. 11.3) elevation of style, D.H.Is.19.2 of conditions, uncertain,τῶν πραγμάτων ὄντων μ. D.19.122
;ὁπηνίκα ἂν τὰ τῆς βασιλείας μ. ᾖ Hdn. 2.12.4
; unsettled,χρόνος μ. καὶ κινδυνώδης Heph.Astr.2.28
, cf. 33. Adv. - ρως, ἔχειν Plu.Cim.13
.3 of contracts, transactions, suits, etc., in suspense, pending,δικαστήριον τὸ διαλῦσον τὰ μ. συμβόλαια Supp.Epigr.1.363.9
(Samos, iii B.C.);μ. οἰκονομίαι POxy.238.1
(i A.D.), cf.PFay.116.12 (ii A.D.); ; μετέωρα, τά, unfinished business, PRyl.144.10 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετέωρος
См. также в других словарях:
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
συναναβαίνω — ΜΑ [ἀναβαίνω] 1. ανεβαίνω μαζί με κάποιον σε υψηλότερο σημείο, σε βουνό, σε λόφο κ.λπ. (α. «συναναβάντες αὐτῷ πρὸς τὰ μετέωρα», Χορίκ. β. «καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ συναναβᾱσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα», ΚΔ) 2. ανεβαίνω πνευματικά μαζί με κάποιον, ανεβάζω… … Dictionary of Greek
επαναχωρώ — ἐπαναχωρῶ, έω (Α) αποσύρομαι, επανέρχομαι, αναχωρώ (α. «παύεσθ , ἐπαναχωρεῑτε, μὴ σκωλεύετε», Αριστοφ. β. «ἐπαναχωρήσασα πρὸς τὰ μετέωρα», Θουκ.) … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Αθανάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Ταρσού. Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού (253 259), γιατί βάφτισε κάποια νέα που ονομαζόταν Ανθούσα. Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 2. Ένας από τους 33 μάρτυρες, που… … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
μοναστήρι ή μονή — Συγκρότημα κτιρίων διατεταγμένων γύρω από έναν ναό και προορισμένων να εξυπηρετήσουν τη διαμονή και τη διαβίωση των μοναχών. Τα μ. εμφανίζονται από τους πρώτους ήδη αιώνες του χριστιανισμού· αναφέρονται συγκεντρώσεις μοναχών, ασκητών ή αναχωρητών … Dictionary of Greek